- σημαιοστολίζω
- Ν1. αναρτώ σημαίες σε χώρο ή σε κτήριο για τον εορτασμό χαρμόσυνου γεγονότος2. ναυτ. υψώνω τον μικρό ή τον μεγάλο σημαιοστολισμό3. μτφ. στολίζω, διακοσμώ4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σημαιοστολισμένος, -η, -οα) στολισμένος με σημαίεςβ) ειρων. υπερβολικά καλοντυμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαία + στολίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Βικέλα].
Dictionary of Greek. 2013.